Πρόγραμμα

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΕΛΑΦΙΟΥ ΣΕ ΑΤΤΙΚΗ-ΒΟΙΩΤΙΑ

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΕΛΑΦΙΟΥ ΣΕ ΑΤΤΙΚΗ-ΒΟΙΩΤΙΑ
© Andrea Bonetti

Είδη

Κόκκινο ελάφι

Φορέας

WWF Ελλάς, Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών (ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ), Περιβαλλοντική Οργάνωση για την Άγρια Ζωή και τη Φύση «Καλλιστώ»

Διάρκεια Προγράμματος

Ιανουάριος 2025 - Δεκέμβριος 2026

Περιοχή

Αττική -Βοιωτία (από την Πάρνηθα προς τα δυτικά στα γειτονικά βουνά)

Η ΑΝΑΓΚΗ

Η Πάρνηθα φιλοξενεί τον μεγαλύτερο εναπομείναντα πληθυσμό του κόκκινου ελαφιού στην Ελλάδα, αν και γεγονότα όπως οι επαναλαμβανόμενες δασικές πυρκαγιές και η θήρευση από αγέλες λύκων που εγκαταστάθηκαν πρόσφατα, έχουν συμβάλει στην αύξηση της θνησιμότητας και την απομόνωση του είδους. Παρ’ όλα αυτά, βάσει της πρόσφατης μελέτης που πραγματοποιήθηκε από το WWF Ελλάς, το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών (ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ) και το Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, υπάρχει τόσο δομική όσο και λειτουργική συνδεσιμότητα του πληθυσμού των ελαφιών της Πάρνηθας με τα βουνά Πάστρα, Πατέρα και Κιθαιρώνας προς τα δυτικά, και τελικά με τον Ελικώνα και τα Γεράνεια προς τα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά, αντίστοιχα.

Η αξιοποίηση των αναγνωρισμένων και χαρτογραφημένων οικολογικών διαδρόμων που ενώνουν την Αττική με την Βοιωτία, για τη μείωση των απειλών και τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την αποτροπή της παρουσίας του είδους σε περιοχές υψηλού κινδύνου, αποτελεί μια καινοτόμο προσέγγιση που δύναται να συμβάλει στη δημιουργία νέων πληθυσμών ελαφιών δυτικά της Πάρνηθας.

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, επιχειρείται η επιστημονική καταγραφή, η κατανόηση και μείωση των εμποδίων που συναντά ο πληθυσμός του κόκκινου ελαφιού στην προσπάθεια της φυσικής του εξάπλωσης μέσω οικολογικών διαδρόμων προς ορεινούς όγκους δυτικά της Πάρνηθας.

Η ολιστική προσέγγιση που εφαρμόζεται απαντά καταρχάς στη χαρτογράφηση των φυσικών περασμάτων των ελαφιών και την παρακολούθηση φυσικών και ανθρωπογενών απειλών με χρήση γεωχωρικών και δορυφορικών δεδομένων, σύγχρονων οπτικοακουστικών μέσων και παρατηρήσεων πεδίου.

Παράλληλα, εφαρμόζονται στοχευμένα μέτρα εκτροπής του είδους από περιοχές υψηλού κινδύνου, όπως καλλιέργειες και κυνηγότοπους, με στόχο τη μείωση των πιθανών συγκρούσεων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την τοποθέτηση ποτιστρών και τη βελτίωση φυσικής τροφής σε σημεία – κλειδιά, παράλληλα με την εκτίμηση της κυνηγετικής πίεσης.

Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην κατανόηση των τοπικών στάσεων προς το ελάφι, παράλληλα με την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για τις ανάγκες του είδους, με στόχο την ενδυνάμωση των σχέσεων και των συνεργιών για την άμβλυνση τριβών και την προστασία του είδους.